ψοφίμι

ψοφίμι
το
1. πτώμα ζώου, θρασίμι: Τα αρπαχτικά πουλιά έπεσαν πάνω στο ψοφίμι.
2. άνθρωπος αδύνατος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψοφίμι — το, Ν 1. πτώμα, κουφάρι ζώου 2. α) άτομο κάτισχνο και εξαντλημένο β) άνθρωπος ψοφοδεής, δειλός, φοβητσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. από τον πληθ. ψοφίμια (πρβλ. θαλάμια > θαλάμι, καλάμια > καλάμι) τού αμάρτυρου *ψοφίμιο(ν) < *ψοφιμαίον (< …   Dictionary of Greek

  • θρασίμι — και θνασίμι και χρασίμι, το 1. ψοφίμι 2. (για ανθρώπους) θρασύδειλος, αυθάδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασόν (< αρχ. επίθ. σαθρόν, με μετάθεση) + κατάλ. ίμι (πρβλ. ψοφίμι). Κατ άλλους από το αρχ. επίθ. θηράσιμον «αυτό που μπορεί να θηρευθεί»] …   Dictionary of Greek

  • -ίμι — κατάλ. ουδ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής, η οποία προήλθε από αρχ. τ. σε ιμαῑον, ουδ. τής κατάλ. ιμαῑος (πρβλ. κλοπ ιμαίος), δηλ. ίμι < ίμιο < ιμαιο (συνίζηση) < ίμαιον < ιμαῑον. Οι λ. σε ίμι είναι: αγρίμι, δεξίμι, θρασίμι, κλεψίμι, ψοφίμι …   Dictionary of Greek

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

  • ζωντίμι — το (Μ ζωντίμιον και ζωντίμιν) ζώο, ζωντανό, κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ζων (γεν. ζώντος) με επίδραση των ουσ. σε ίμι(ον), πρβλ. αγρίμι, ψοφίμι] …   Dictionary of Greek

  • θνησείδιον — θνησείδιον, τὸ (Α) (για ζώο) νεκρό σώμα, πτώμα ζώου, ψοφίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θνη τού θνῄσκω* + υποκορ. κατάλ. είδιον (πρβλ. αμφορ είδιον, βασιλ είδιον, γραφ είδιον)] …   Dictionary of Greek

  • θράσιο(ν) — θράσιο(ν), τὸ (Μ) ψοφίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *σάθριον (< σαθρός) με μετάθεση] …   Dictionary of Greek

  • λέσι — το (Μ λέσι) πτώμα ζώου, ψοφίμι νεοελλ. 1. δυσωδία, δυσοσμία, βρόμα 2. μτφ. για πρόσ. άχρηστος, ανίκανος ή τεμπέλης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. les] …   Dictionary of Greek

  • μούρσια — μούρσια, ἡ (Μ) πτώμα, ψοφίμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλγ. marsa (πρβλ. αλβαν. mershe και κουτσοβλ. mirse)] …   Dictionary of Greek

  • ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”